- ξεκρίνω
- ξεχωρίζω κάτι το οποίο δεν φαίνεται πολύ καθαρά ή κάτι που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, διακρίνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-κρίνω (αόρ. ἐξ-έκρινα) βλ. και λ. ξ(ε)-].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… … Dictionary of Greek